Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

9ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο





21.
Η σημασία μια λέξης.


Πατρίδα...
Μα τι 'ναι αυτή η λέξη;
Ποιος μπορεί να πει;
Τι είναι; μα πιο πολύ τι δεν είναι;

Λένε πως η πατρίδα κυλά στο αίμα,
μέσα στις φλέβες, κάθεται στις άκρες των δαχτύλων.
Λένε πως μπαίνει από τ΄αυτί και κατοικεί μες το μυαλό μας.
Το φτιάχνει, το ταιριάζει, άλλοτε το ανακατεύει, το λιώνει, το χαλά.
Στα βλέφαρα αλλάζει μορφή, αόρατη όψη καθοριστική.

Λένε πως είναι οι θάλασσες, τα βουνά, τα δέντρα, η γης.
Κρέμεται στους μίσχους των λουλουδιών, 
ενσωματώνεται με το χρώμα τους, 
κρύβεται στις ρίζες τους και τα δυναμώνει.

Λένε πως είναι οι λέξεις, ο λόγος, οι προτάσεις.
Η ποίηση, τα κείμενα, το θέατρο, οι μουσικές.

Μπορεί όμως να είναι και κάτι πιο απλό.
Να ζει μες τον καφέ, 
να επιπλέει στο καϊμάκι του, 
μας καίει στην πρώτη ρουφηξιά,
αλλάζει την γεύση στα στόματά μας.

Μπορεί να είναι το χάδι της μάνας,
το φίλεμα της γιαγιάς,
η έγνοια του πατέρα.

Ίσως τα χρόνια που χάνονται, οι μνήμες, οι θύμησες.
Τα κοινά θέλω, ο κοινός πόνος, οι ίδιες χαρές.

Είναι οι στιγμές που ζουν στην αιωνιότητα, 
μεταλλάσσονται, αλλάζουν, εξελίσσονται,
μα πάντα, πάντα γυρνούν στο ίδιο μέρος,
στην ίδια γωνιά της καρδιάς μας.

Αυτό είναι πατρίδα.






22.Αχ Πατρίδα μου γλυκιά 


Ελλάδα του πολιτισμού, της τέχνης και των λόγων

γερά στα δίχτυα μπλέχτηκες των οικονομολόγων.
πολλοί λαοί σ' ατένιζαν με σεβασμό και δέος
όμως κακοί πολιτικοί σε βούλιαξαν στο χρέος.

Το έθνος το ελληνικό που έχει περηφάνια
βιώνει πείνα, στέρηση, ανέχεια και ορφάνεια,
πρόσωπα μελαγχολικά, με χείλη πικραμένα
κλείνονται μεσ' στα σπίτια τους τα καταχρεωμένα.

Ανίκανοι ηγήτορες που κάνουν τα ξεφτέρια
έφεραν φτώχεια, συμφορές χαράτσια και μιζέρια
επέβαλαν εις το λαό ,φόρων βασανιστήρια
και άγρια τον ρήμαξαν με τέλη και τεκμήρια.

έβαλαν φόρους σε αυτούς που έχουν σεξ- απήλ
και τέλος πολυτέλειας εις τους κομψούς με στυλ
ΕΝΦΙΑ επέβαλαν βαρύ, σ'όσους κατέχουν σπίτι
και σ'αλλους που γεννήθηκαν με πιό μεγάλη μύτη.

Μισθούς συντάξεις μείωσαν πλειστάκις ή και άπαξ
και είναι πια απατηλό όνειρο  το  "εφάπαξ"
Μα ο Ρωμιος έχει ψυχή, ελπίζω να ξυπνήσει
το θάρρος και το σθένος του γρήγορα ν' ανακτήσει.

Θα γίνουμε όλοι μαζί σφιχτή γροθιά και μία
τη χώρα μας να σώσουμε και την οικονομία.
Πατρίδα όμορφη γλυκειά, στον κόσμο ξακουσμένη
μπορεί στους ευρωδανειστές να είσαι χρεωμένη

Ομως τις  τόσες ομορφιές, τον ήλιο σου τη χάρη
δεν θα αφήσουμε εμείς κανένας να τις πάρει.
Θα κάνουμε τη χώρα μας αυτόνομη και πάλι
και θα σηκώσουμε ψηλά σύντομα το κεφάλι






23.Στα κύματα της νιότης σου

Σιωπηλός όπως πάντα, έστεκες εμπρός μου,
στα κύματα της νιότης σου, στο πορφυρό των χειλιών σου.
Αγνόησες την τύχη σου, έτρεξες μακριά από την πηγή σου. 
Φυλάκισες το όνειρο, ξεχάστηκες στ΄αστέρια. 
Κυνήγαγες τα πέλαγα, πετροβολούσες τα σύννεφα, τα έβαζες με το τίποτα, δεν έβλεπες το παν.
Ατίθασος, αγέρωχος, απτόητος, απρόσιτος, αδάμαστος.
Στα νιάτα σου θα πέθαινες για μιαν ευχή μονάχα: «Στο άπειρο να αντάμωνες την πιο γλυκιά πατρίδα…»

Κι εγώ χαζή κι ανέμελη, ζητιάνεψα το φως σου.
Λαχτάρησα το πέλαγος, τον χείμαρρο των μαλλιών σου.
Βιάστηκα μα το πέτυχα να νιώσω πάλι μόνη,
να σκοτωθώ να πληγωθώ, να σβήσω το παν..
Χαμένη μες στα σύννεφα που εσύ πετροβολούσες, κυνήγησα τη δόξα μου μέσα στο μυαλό σου.
Δεν ξέρω αν τα κατάφερα να νικήσω τη σιωπή σου, αν στην καρδιά σου μπόλιασα τη λαχτάρα να έρθεις στη πηγή.
Στα νιάτα μου κι εγώ θα πέθαινα για μιαν ευχή μονάχα:
«Να γινόμουνα για σένα εγώ το άπειρο, η πιο γλυκιά πατρίδα…»  





24.Ενσυνειδήτως  !!!

Τι παράξενος άνθρωπος η Πατρίδα μου ............

Κόρη άυλη , φιλιωμένη με την μοίρα 
γέννημα γης και  μάρμαρου ,
πνοή  ανέμου και θάλασσας 
μεταδίδει ενσυνειδήτως θρύλους  
σε ήλιους ακύλιστους στο χρόνο 
και  η αληθινή της  ψυχή  
ψηλά στον ουρανό  
ταλαντώνεται  σε ομόκεντρους κύκλους  
 κάθε που ξημερώνει    

Ελευθερία ή πειθαρχία  ..........  
 τι  διαλέγεις Πατρίδα μου 






25.Αγανακτισμένη πατριδολάτρις

Ακούω « Ελληνικός λαός» και βγάζω μπλε καντήλες
Λέω  «Πατρίδα» και  γεμίζω ολούθε ροζ  πιτσίλες.
Σαν καραμέλες  τάχουνε στο στόμα, οι ξευτίλες!
Γιατί, ρε άχρηστοι, μου κάνατε τον τόπο μου κουρέλι;
Λαμόγια! Και το παίζετε «Η κυρία δε με μέλει».
Μια χούφτα φως είχα κι’ εγώ και μου το σκοτεινιάσατε
κι αυτό το μπλε της θάλασσας, που μου το μελανιάσατε.
Μ’ αρέσει, ρε παράνοιες, που θέτε και την ψήφο μου
ξεφτιλισμένοι, ανάξιοι.  Είναι, λέει, καθήκον μου!
Κι’ εσάς, τρακόσοι, ποιο είναι το καθήκον το δικό σας;
Να ζητιανεύω για ένα ευρώ σε forums πιστωτών σας;
Να προσκυνώ τον Σόιμπλε μ’ αυτόν τον σαρκασμό του
που ευχαρίστως θά βλεπα κιμά το πρόσωπο του;
Να ντρέπομαι μαζεύοντας σκουπίδια λαϊκής
ζώντας σ’ έναν  παράδεισο, γωνιά  γεννήτρας γης;
Όχι, δεν είναι δυνατόν, κάτι πρέπει να κάνω.
Να βγω στο δρόμο ή αλλιώς, να κάτσω να πεθάνω.
Μα και στο δρόμο ποιους θα βρω;  ΛΑ.Ε,  Χρυσή Αυγή...
Δεν λέω, απ’ αγανάκτηση  κι’ αυτοί κι’  ιερή οργή!!!
Αχ, και να μ’ άκουγες, Θεέ, ν’ άλλαζες τους τρακόσους
με ένα μάτσο άσχετους κι’ αγράμματους ανθρώπους!
Με τους γραμματιζούμενους τα ‘δαμε τα χαΐρια.
Όλη η Ευρώπη εν χορώ, μας στέλνει στα σιχτίρια.
Οι αγράμματοι είναι και σοφοί. Και ντόμπροι και λεβέντες.
Το δίκαιο να εφαρμόσουνε  χωρίς πολλές κουβέντες.
Βρε, μπας κι’ είν’  το καλύτερο να κατεβώ εγώ
ως νέα  Jeanne d’ arc, να ηγηθώ σε ιερό στρατό;;;;;;

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΟΥΟΥ!  Την τρέλα μου μέσα...







26.Ο Γολγοθάς της Προδοσίας

Πόσους στίχους πρέπει να σου γράψω για να εξιλεωθώ πατρίδα;
Αυτοί νίπτουν τας χείρας τους ενώ σε καταδικάζουν και μέσα μου σπάω.
Τριάντα αργύρια πουλήσαν τον Χριστό, για σένα ποτέ δεν μάθαμε πατρίδα.
Ρωτούν γιατί δακρύζω όταν το αγκάθινο στεφάνι σου φορούν κι εγώ σιωπάω.
Ίδιος ο δρόμος για τον Γολγοθά και οι πληγές σου στάζουν αίμα πατρίδα.
Δακρύζουν όλα τα αύριο του κόσμου καθώς σε βλέπουν στον Σταυρό κι εγώ πονάω.
Αρχίζουν τα μάτια σου να κλείνουν κι εγώ σε αποχαιρετώ, μα αυτός δεν είναι ο Παράδεισος πατρίδα και λυγάω!





27.Λευκά πανιά

Ένα μικρό ασημένιο λιόδεντρο 
είναι η πατρίδα μου.
Γεμάτο καρπούς αμάζευτους
και με καημούς αγιάτρευτους.

Ένα καραβάκι με λευκά πανιά
ολάνοιχτα η πατρίδα μου
Παλεύει σε άγριους καιρούς
κι αποζητάει τους ικανούς.

Λευκά πανιά σε παλιό σκαρί
παράδοση, ή απαντοχή;
Ασημένια κλαδιά και ρίζα βαθιά
καρποί γεμάτοι προσμονή.






28.Πατρίδα μας οι Γιοι!

Αυτός...

Μ' ένα πλακάτ τριγύριζε
και βλέμμα αστραφτερό
με μάτι, νέο, δίκαιο
και πύρινο φτερό

Ζητούσε να 'βρει άνθρωπο
μ' ένα φανό σβηστό,
τ' ονείρου του το άτοπο
να κάνει πιστευτό

Απ' το λαιμό πετάγονταν
οι φλέβες της οργής
και το πλακάτ διαδήλωνε:
"ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ Η ΓΗ"!

Μα εκείνη...

Μ' ένα καλάθι γύριζε
καλής νοικοκυράς
στο στόμα φράση μόνιμη:
"παιδί μου τι θα φας;"

Πρόσθεση, αφαίρεση,
να βγει ο λογαριασμός.
Kι αν περισσέψει τίποτα,
το παίρνει ο μικρός!

Μες στην κουζίνα αρχόντισσα,
κυρά και στην αυλή,
μ' ένα πλακάτ διαδήλωνε:
"ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΟΙ ΓΙΟΙ"! ......






29. Μέτρησα τα βήματα μου

Όταν πρωταγνάντεψα τον ήλιο
έγινα κληρονόμος όμορφης πατρίδας
με δικό της ουρανό και δρόμους ματωμένους.

Έσκυψα με σεβασμό και ασπάστηκα τους αγώνες
τις θυσίες τη λεβεντιά και το σφρίγος
εκείνων που έριξαν τις ρίζες βαθιά στο χώμα.

Με περίσσια περηφάνια 
λάτρεψα τα βουνά τη θάλασσα τον αέρα
που γιάτρεψαν τα λείψανα των προγόνων μου.

Γνώρισα ακρωτηριασμένα αγάλματα
άκουσα παιάνες δοξαστικούς
έμαθα να αφουγκράζομαι πριν φωνάξω.

Βγήκα ορθός στο γκρίζο του δρόμου
και ακούμπησα το όνειρό μου
καθαρογραμμένο στο φράχτη της ζωής.

Εκεί αγκαλιαστήκαμε γελάσαμε και χορέψαμε,
νιώσαμε συνοδοιπόροι με την αλήθεια
όταν απέναντι ήταν ο εχθρός να μας σημαδεύει.

Κρατήσαμε την αρχική μας γνώση
και δεν υποκύψαμε άβουλοι 
και κατατρομαγμένοι
όταν η καρδιά αγρίευε και τα μάτια σκοτείνιαζαν
Και ας υπήρξαν και απώλειες που δεν μετρήθηκαν.

Προχωράμε , 
όσο και αν οι αποστάσεις μακραίνουν...
Τα βήματα μας έχουν γίνει ένα με το χώμα.
Το χώμα της πατρίδας μας
που μετράει τα ίχνη μας στο χλωρό γρασίδι.

Τίποτα δεν χάνει το νόημα του 
και κανείς δεν εγγυάται.
Οι ιστορίες και οι ιδέες ζουν στα μέρη που αγαπάμε 
γιομίζουν με παρέες , με ανήσυχους ευαίσθητους

γενναίους που δεν θα πάψουν ποτέ να τραγουδάνε...





30.Λίκνο

Νήμα πνοής οι ακρογιαλιές σου
ο ήλιος σύμβολο φωτεινό
ο άνεμος την ιστορία σου χαϊδεύει
την ευωδιά της σε ξένους γαλαξίες
αιώνες τώρα ταξιδεύει
λίκνο πολιτισμού, πατρίδα μου αγαπημένη.

Τα ιερά σου χώματα
προνόμια τιμής αχνίζουν
οι συνημμένες νίκες πάλλονται
χρυσή βροχή οι θησαυροί σου
πνευματικοί, άξιοί και σοφοί
έθνος που γέννησες με φρόνηση  
και ξέχειλη φωτιά της γνώσης.

Είσαι πολύτιμη και πληγωμένη
από απάτριδες ηγέτες
νιάτα τρυφερά, κορμιά προδομένα
όνειρα ανέγγιχτα,
που στου λυγμού το ψέμα μαραθήκαν
μα της αγάπης η αορτή υφαίνει
με χέρια σαστισμένα προσπαθεί
της προδοσίας το θάνατο
στου ήλιου την ανάσα να καλύψει
έμβρυο νους να ξαναγεννηθεί
κι αγέρωχη να σε διαιωνίζει.

Κι εγώ χρυσό βασίλεμα ζωής
τα χνάρια μου περήφανα θ’ αφήσω
γλυκιά πατρίδα αγαπημένη.







31.Φυλακισμένη 

Στων μεγάλων των δρόμων τα σβησμένα σου χνάρια
μνήμες που τρεμοσβήνουν μέσα απ’ το παρελθόν
γέφυρες δεν γινήκαν ν’ ακουμπούν στο παρόν
ξέμεινες από βόλια, ήρωες, παλικάρια.

Απ’ τ’ αδιέξοδα έβγαινες πάντα της Ιστορίας
κι από φωτιές που καίγανε των άνισων πολέμων
ζεις σε σελίδες πιότερο των άγραφων κειμένων
παρά σε παιανίσματα της στέρφας εξουσίας.

Αυτούς που φίλους νόμιζες μόλις σεισμός εγίνηκε
όπως κάνουν ποντίκια όταν δουν το ναυάγιο
σκόρπισαν, σε αφήσαν, είπαν «κάνε κουράγιο»
το κακό δεν μεριάζει, ο φασισμός ξεχύθηκε.

Φαρμάκι σου σταλάζουνε σήμερα άλλες χώρες
χρόνια σε παραφύλαγαν βγάζουν απωθημένα
πελώριων νάνων δόγματα, κτηνώδη, αρρωστημένα
μα συ θα μείνεις όρθια, άντεξες κι άλλες μπόρες.

Σφιχτά σ’ αλυσοδέσανε οι γύπες του πλανήτη
παλεύεις να λευτερωθείς μα σαν σφαγμένο αγρίμι
σε περιφέρουν οι άρπαγες θωρώντας σε ψοφίμι
τα χώματα σου μάτωσαν από Έβρο ως την Κρήτη

Σου πήρανε τα υπέροχα, σου άφησαν τα λάθη
δημοκρατία μοίρασες, ποίηση, ιστορία
γεωμετρία, φυσική, άλγεβρα, αστρονομία
φιλοσοφία, ιατρική κι έμειναν στο καλάθι

μίζες, ρεμούλες, διαφθορά, διαπλοκή και ψέματα
πολιτικοί που πέρασαν δημαγωγοί, αλήτες
σωτήρες μας καμώνονταν κι ήσαν μονάχα θύτες
φτωχών την ψήφο έπαιρναν κι έκαναν κομποδέματα

Πατρίδα από τις στάχτες σου θα αναστηθείς, θα ανθίσεις
δίχως τυρράνους, βασιλείς, αυτούς που σε τρομάζουν
όσοι στ’ αλήθεια αγαπούν άδολα αγκαλιάζουν
ζυγώνει πάλι η ώρα σου την Γη ν’ αφυπνίσεις.







Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ και μπες στην ανάρτηση.

*

Η δική μου εκτός συναγωνισμού συμμετοχή είχε 
δημοσιευτεί εδώ.