Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

15ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο



6. Μεγάλες χάρτινες προσδοκίες

Στο χαρτί πλανιέμαι πάνω
ξεφύλλισμα ζωών να κάνω.
Κι από τη χώρα του Ποτέ
ίσως δε φύγω και ποτέ.

Από το πρώτο το λεπτό
που ακολούθησα λαγό
στη χώρα των θαυμάτων ζω
όλα τα "Αν" αναζητώ.

Γίνομαι ξένος, μπορεί και φταίχτης,,
ξυπνάω φόνισσα, αλλά και παίκτης.
Και στης Εδέμ τα ανατολικά
βρίσκω εκατό χρόνια μοναξιά.

Στο γύρο του κόσμου σήμερα 
κυνήγησα τη μεγάλη χίμαιρα.
Ψηλά σ'  ουράνιες βοσκές
τον γλάρο Ιωνάθαν είδα χτες.

Πετούν και χάνονται οι καιροί
μα μένουν πάντα ζωντανοί.
Υπάρχει πόλεμος και ειρήνη,
κι οι άθλιοι δεν είναι λίγοι.

Δεν ξέρω αν έχει λογική,
μα η ευαισθησία είναι εκεί.
Βοή κι αντάρα δε φοβάμαι.
Σε ματωμένα χώματα θυμάμαι.

Στο άρωμα τούτο από χαρτί 
πιστά αποτυπώνεται η ζωή.
Τον Μόμπι Ντικ, κάνει φύσης οδηγό
πριν μπει στον τελευταίο πειρασμό.






7.Ακροβατώ!

Ακροβατώ!
Στο χείλος της Αβύσσου, 
στο όριο της θλίψης και της μοναξιάς
 ακροβατώ!
Η ξεγνοιασιά ξεχάστηκε και ρίχτηκε στη λήθη
όταν το δάχτυλο χαφιέ την έστησε στον τοίχο
σ’ ένα μπουντρούμι ανήλιαγο με βρύα στο σοβά του.

Τότε ήταν που κιότεψα, που έσβησε η πνοή μου.
 Το δάκρυ αυλάκι χάραξε και μοιάζει με ρυτίδα
που έπειτα πήρε όνομα, Συνήθεια θαρρώ τη λένε
Ο ουρανός σκοτείνιασε κι η μόνιμη μαυρίλα
εκύρτωσε τα χείλη μου ξέχασα πώς γελάνε
Ζωγράφισα χαμόγελο με χρώμα και πινέλο
σαν ένας κλόουν άνεργος που έμεινε στο ράφι
γιατί τ’ αστεία του ήταν   γνωστά και χιλιοειπωμένα.

Κι ήταν κουφάρια γύρω μου που μοιάζαν να κινούνταν
σαν κάποιος να’ χε τις κλωστές και να τους οδηγούσε.
Στη λήθη πήγαν κι εποχές με όνειρα αράδα
Μα ήταν πύργοι χάρτινοι, ή ήταν χτισμένοι απ’ άμμο
που κάποια πόδια άπονα τους γκρέμισαν τα τείχη
και μοιάζουν να’ ναι λείψανα σε πόλη φαντασμάτων.

Και σκέφτηκα πως δεν μπορεί
Κάτι θε να υπάρχει. 
Να αρπαχτώ σαν ναυαγός και εξαρχής να ζήσω.
Και τότε αφουγκράστηκα ν’ ακούσω τον παλμό μου.
 Άκουσα ήχο τόσο αχνό, σαν μικρουλάκι  χτύπο.
 Ένοιωσα ένα σκίρτημα, μια φούντωση μια φλόγα
που σαν φωτάκι φώτισε την σκουριασμένη μνήμη.

Πώς μπόρεσα και ξέχασα τη δύναμη της νιότης
τη θαλπωρή και ζεστασιά όσων αγαπημένων
το τρυφερό το άγγιγμα που η αγάπη το προσφέρει
της θάλασσας την μυρωδιά τη γεύση της αλμύρας
του ουρανού το γαλανό και την ορμή του αγέρα
Κάθε πουλιού κελάιδισμα την ευωδιά των ρόδων
Την πίστη του μικρού παιδιού, το γέλιο του, το χάδι.
Των άστρων το ξεπλάνεμα των κάμπων το χορτάρι
Το πέταγμα του αετού στ’ απάτητα τα όρη.

 Όλο αυτό είναι Ζωή και όσοι το μολύνουν
σκορπώντας πίκρες και καημούς έχοντας δόλιους στόχους
στα Τάρταρα να πέσουνε στον Άδη να χαθούνε.







8.Μαγιάπριλο στο περβάζι

«Να σας ζήσει
Γλυκοκελάηδησε ο σπουργίτης
στο περβάζι της κουζίνας
γαντζωμένος ώρα πολλή στην πύλινη γλάστρα
μέχρι να ξεμυτίσουν  τα πρωτότοκα
του βασιλικού βλαστάρια
φύλακας-άγγελος
να προσέχει τούτη τη γέννα
της μάνας γης...

Κι έτσι φτιάχνονται οι εποχές
και κυλάει αρμονικά το τσέρκι στο χρόνο
λίγα ψίχουλα στο περβάζι
να βρει τροφή το ξενιτεμένο μας
γλάστρες που κυοφορούν ρίζες στα σπλάχνα τους
ώσπου να’ρθει πάλι ο ήλιος ο ταξιδευτής
ερεβοκτόνος και στρατηλάτης
να παιανίζει τα λάβαρά του
το φως και τη ζέστα του...

Αχ πάμε μια βόλτα
αχνοροδίζει έξω η άνοιξη
να μυρίσουμε τους νερατζανθούς
και να μερεμετίσουμε τη χελιδονοφωλιά στο μπαλκονάκι μας
να καταχωνιάσουμε στα τρίσβαθα του παταριού
τις χνουδάτες μεγαλοϊδέες μας
τα κατσιασμένα μας «Εγώ» και  τα ξεχειλωμένα «Έχω» μας
και το αχολόϊ και τα «Αμάν» μας...

και να ξεθάψουμε τις πάνινες λέξεις μας, τις ξεχασμένες
“κλαίω - γελάω
ελπίζω - συγχωράω
νιώθω - αντιστέκομαι
συμπάσχω και εμπνέομαι
πέφτω και σηκώνομαι
ζω!”

Να τις λιάσουμε σαν ασπρόρουχα
να ξετσαλακωθούν επιτέλους
να ξαναμπούν σπίτι μας
παρέα να κάτσουμε στο τραπέζι
να κόψουμε της ζωής το πρόσφορο•
«Από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών ενεπλήσθημεν ...» [*]

Στα καρφάκια που έχουμε μπηγμένα κατάκαρδα
να κρεμάσει ξανά η μάνα τα υφαντά μπρισίμια της
«Κι αυτό θα περάσει»
και να φυτέψει την ευχή της
στη μέση μιας αυλής
σπορά για τους επόμενους
“σπουργίτες”...

------------------------------------------------------
[* ]απόσπασμα προσευχής για το δείπνο
Φωτογραφία απ’ το διαδίκτυο 







9. Σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία

Η δημιουργία σου θαύμα.
Τόσο εύθραυστη μα και 
τόσο δυνατή.
Τόσο ανεκτίμητη μα και 
τόσο αλογάριαστη.
Τόσο περήφανη μα και 
τόσο ταπεινή.
Τόσο απολαυστική  μα και 
τόσο στερημένη.
Τόσο λαμπερή μα και 
τόσο σκοτεινή.
Τόσο πικρή μα και 
τόσο γλυκιά!
Τόσο άσκημη μα και 
τόσο ωραία!
Τόσο λίγη μα και
τόσο μοναδική!
ΖΩΗ μου μια κι αμοναχή!





10.Θα’ταν

των ψυχών Σάββατο
όταν πήραμε δανεικές δυό από την ίδια γάτα
Να πιούμε απ’της Άρνης το νερό, είπες
Θύμησέ μου τ’όνομά σου, είπα
Τις λέξεις που κρυφτήκαμε τις είπαμε ζωή
Κάποτε μας κατάπιαν
Σάββατο των σαρκών
θα’ταν






11.Παραθυρόφυλλα με θέα στη ζωή

Στη θέα του ονείρου 
Βλασταίνει η ζωή 
νοτισμένο το χώμα 

Ανάσες και ψίθυροι 
Θρασομανούν στο φως της μέρας
ζωντανοί της Άνοιξης προάγγελοι

Θαλασσί μαντήλι στο λαιμό 
Ψαθάκι χρυσό σαν πετά
στο αυγουστιάτικο Μελτέμι

Παιδικά τα γέλια με πλουμιστές ουρές 
Ξεδιψούν τα κρυφά μεσημέρια 
Με πόδια γυμνά στο λιθόστρωτο

Δυο σώματα κάποτε ευωδιάζουνε
Ηλιόχαρες ψυχές ιχνηλατώντας
τον ολόδροσο έρωτα. 





12. Πρόσκληση  

Σήμερα μετά από καιρό
Ήπια μια μεγάλη κούπα ζεστό καφέ
Κάτι που συνήθιζες τα κρύα πρωινά
Κι εσύ να κάνεις
Ξέφευγαν οι δείκτες
Κι η ζωή με διεκδικούσε
Θυμήθηκα τα λόγια σου
Λόγια παρακλητικα
Που τα χάιδευε ο παλμός της προστασίας:

-Κόψε τους κάθε λογής τυφλούς συλλογισμούς
Με το σκούρο πετράδι της νύχτας μη συμπλακείς 
Τα σχέδια στα πλαϊνά δόντια των φύλλων
Μη τ' ανιχνεύεις
Οι μάγισσες δεν κρατούν πάντα ψάθινη σκούπα
Οι δρόμοι -αν κι ανοιχτοί- μπερδεύουν το "τώρα"
Κι εκείνος ο καβαλάρης κομμένα έχει τα γκέμια
Μαύρος καβαλάρης μ' επίπεδο πρόσωπο
Μην τον στοχεύσεις θα γκρεμιστείς
Κρύψε τις ματιές σου στου ουρανού το βήμα
Άλλες γραφές μάθε να σε οδηγούν
Νέα γράμματα στο αλφαβητάριο της ζωής
Με πάθος περήφανα να προσθέσεις

Η αγάπη έφυγε
Η αγάπη δεν έφυγε ποτέ
Μένει το λεπτό άρωμα
Το ηχηρό "έλα"
Το επιθετικό "σε θέλω"
Η άδηλη ανάγκη
Άτακτα τοποθετημένη στο ακλόνητο "μαζί"

Σήμερα μετά από καιρό
Φύτεψα στο χώμα ένα πέτρινο λουλούδι
Είχε το χρώμα των ματιών σου
Είχε τους χυμούς του μόχθου σου
Πολιορκημένο ήταν από τη ξηρασία της μοναξιάς
Του κάκτου λουλούδι;
Της λίμνης αχνός πρωινός;
Του ποταμού πέτρινο λάβαρο;
Ένα λουλούδι κλεισμένο σε δυο ζωές
Αργά να κυλούν οι ώρες στους ζυγούς
Άβολο να παραμένει το χαμόγελο πριν τη κραυγή
Τα λευκά μου χέρια παραμάσχαλα να παίρνεις
Κρυφά να σ' ανασαίνω πικρά να σ' αγαπώ

Η αγάπη δεν έφυγε
Η αγάπη στο σύμπαν τραμπαλίζεται
Πλέει στους ωκεανούς
Μικρός αστερίας γίνεται
Άγουρος καρπός
Στα στήθη της κοιλάδας
Μπροστά σου μια χαραυγή θα φανεί
Στεφανωμένη κι αιμορραγούσα
Με ένα τσαμπί σταφύλι στα χείλη υπερώριμο
Να σε ζητήσει για χορό






13. Πρωταγωνιστής στην αίθουσα προβολής

Σ’ επικίνδυνη αποστολή απαρχής σαν βρεθείς,
για εκείνα που θα ζήσεις να μην αναρωτηθείς.

Τ’ αραξοβόλι και τη νηνεμία μην ελπίσεις,
μια κι η ζωή στους εραστές της δεν χρωστά διακρίσεις.

Βούτα μέσα της, μέσα σου, μέσα σ’ όσους αγαπάς,
στα ιλιγγιώδη βάθη μην σκιαχτείς, πάντα να τολμάς.

Τον Batman σου να μην αναζητάς στο παραμύθι,
μια και θα βρεθείς μπροστά στο κουκί και το ρεβίθι.

Εσύ σαν σούπερ ήρωας της αίθουσας προβολής
είσαι μοιραία ο μοναδικός πρωταγωνιστής.

Κι αν ποτέ τον δρόμο σχίσουν τα σπαθιά στη γη σου,
η δύναμη και συχνά η ζωή είναι μαζί σου.






14. Ζωντανή μνήμη

Το μόνο φως ήταν ένα ισχνό φεγγάρι ακίνητο.
Έτσι καθώς χρύσωνε υποτονικά
την καμπύλη του κόσμου,
σχολαστικές λεπίδες έβρισκαν το δρόμο τους
ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή.
Κανείς δεν ρωτούσε για αγγέλους.
Μα ένα φωτεινό τόξο αιωρούνταν εκεί
όπου το φεγγάρι θα 'πρεπε να είναι,
ψιθυρίζοντας ιστορίες
σε χρόνους ατελεύτητους,
φωτίζοντας την πορεία της ζωντανής μνήμης
μέσα από μεταφυσικούς κύκλους,
ξεσκεπάζοντας τον συνειδητό εαυτό από στάχτες και σκόνη,
απλώνοντας φτερά μετέωρα στο χάος. 







15.Άνθος της ψυχής

Δεν υπάρχει άλλος σε ολόκληρο τον κόσμο
να με έκανε να αισθανθώ όπως με έκανες εσύ
τη στιγμή που σε πρωταντίκρισα
και σε κράτησα στην αγκαλιά μου.
Δεν υπάρχουν άλλα μάτια πιο όμορφα για εμένα
από τα δικά σου.
Δεν υπάρχουν άλλα μάτια που μέσα τους
να βλέπω περισσότερα από όσα βλέπω στα δικά σου.
Δεν είσαι παρά ένας έρωτας ευσεβής
που με κάνει να ανυπομονώ να ξημερώσει
για να ανακαλύψω τη ζωή μαζί σου...
Να ανυπομονώ να μάθω τι θα φέρει η επόμενη μέρα
μαζί σου,
γιατί δεν υπήρξε μέρα άσχημη από τη μέρα εκείνη
που σε ένιωσα να λικνίζεσαι μέσα μου
και να παίρνεις ανθρώπινη μορφή...
και να γεννιέσαι...
και να μεγαλώνεις...
Γιατί ακόμα και όταν δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα
που τρέχουν από τα μάτια μου,
τα δυο σου χέρια που έρχονται και τυλίγονται γύρω μου
και τα τρυφερά σου χείλη που με φιλούν απρόσεκτα 
σε ολόκληρο το πρόσωπο,
με κάνουν να συνειδητοποιώ πόσο ασήμαντα είναι
τα προβλήματα
όταν έχω την τύχη να υπάρχεις σε αυτόν τον κόσμο.
Κι αν γνωρίζω την ευτυχία, είναι γιατί
τη συναντώ σε κάθε σου χαμόγελο,
άνθος της ψυχής μου. 







Εδώ τελείωσαν 10 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις 
τις υπόλοιπες 11 συμμετοχές.
Πάτησε
και μπες στην ανάρτηση.